- ζυμώ
- (ο) μετ. заквашивать (тесто);
ζυμοδμαι — бродить, закисать (о тесте)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζυμοδμαι — бродить, закисать (о тесте)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζυμῶ — ζῡμῶ , ζυμόω leaven pres subj act 1st sg ζῡμῶ , ζυμόω leaven pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
αναζυμώνω — (Α ἀναζυμῶ, όω) νεοελλ. 1. ζυμώνω εκ νέου, ξαναζυμώνω ή απλώς ζυμώνω 2. κάνω κάτι να υποστεί ζύμωση 3. υφίσταμαι την επίδραση τής ζύμης, φουσκώνω αρχ. επενεργώ όπως η ζύμη, κάνω κάτι να φουσκώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζυμῶ. ΠΑΡ. αναζύμωση ( ις)… … Dictionary of Greek
ζυμωτής — ο, θηλ. ζυμώτρια και ζυμώτρα (Μ ζυμωτής) [ζυμώ] αυτός που έχει ως έργο ή επάγγελμα το ζύμωμα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ζυμώτρα αυτή που ζυμώνει με αμοιβή στα σπίτια άλλων … Dictionary of Greek
ζυμωτικός — ή, ό (Α ζυμωτικός, ή, όν) [ζυμώ] αυτός που προκαλεί ζύμωση, ο ζυμωσιογόνος νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στο ζύμωμα ή ο κατάλληλος για ζύμωμα («ζυμωτική μηχανή») 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτικό το ένζυμο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυμωτικά η… … Dictionary of Greek
ζυμωτός — ή, ό (Α ζυμωτός, όν) [ζυμώ] αυτός που έχει ζύμη, που έχει υποστεί ζύμωση, ένζυμος νεοελλ. 1. αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια («ζυμωτό ψωμί») 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτό η ποσότητα τών αλεύρων που ζυμώνεται κάθε φορά και η ανάλογη αρτοπαραγωγή … Dictionary of Greek
ζύμωμα — ζύμωμα, τὸ (Α) [ζυμώ] 1. η ενέργεια τού ζυμώνω, το να παρασκευάζει κάποιος φύραμα από αλεύρι και νερό, η φύραση, το μίγμα 2. βοτ. ο μύκητας ή αμανίτης, το μανιτάρι νεοελλ. στον πληθ. τα ζυμώματα κοινή ονομασία τών ενζύμων* … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
προμάσσω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ζυμῶ πρότερον». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω»] … Dictionary of Greek
συζυμώ — όω, Α [ζυμῶ] ζυμώνω, αναμιγνύω το φύραμα με τη ζύμη … Dictionary of Greek